Перевод: с греческого на русский

с русского на греческий

μυίης θάρσος

  • 1 θαρσος

         θάρσος
        новоатт. θάρρος - εος τό тж. pl.
        1) смелость, отвага
        

    (θ. μὲν ἀπὸ τέχνης γίνεται, ἀνδρεία δὲ ἀπὸ φύσεως Plat.; ἥ ἀνδρεία μεσότης περὴ φόβους καὴ θάρρη Arst.)

        θ. πολεμίων Plat. и πρὸς τοὺς πολεμίους Xen. — смелость перед лицом врагов;
        θ. ἐμπνέειν, διδόναι, ἐνὴ φρεσὴ θεῖναι, ἐν κραδίῃ βάλλειν, ἐνὴ στήθεσσιν ἐνιέναι Hom., θ. παρέχειν Thuc., ἐμποιεῖν Xen. — внушать отвагу, придавать бодрости;
        θ. λαμβάνει τινά Thuc. или ἐγγίγνεται (ἐμφύεται и ἐμπίπτει) τινί Xen.смелость просыпается в ком-л., чувство уверенности в себе охватывает кого-л.;
        θ. λαβεῖν NT.(при)ободриться

        2) источник бодрости, поднимающая отвагу сила
        

    ὀλολυγμὸς θ. φίλοις Aesch. — боевая песнь, поднимающая дух у друзей

        3) смелый шаг, дерзание
        4) дерзость, наглость
        

    (θ. ἄητον Hom.)

        5) назойливость
        

    (μυίης Hom.)

    Древнегреческо-русский словарь > θαρσος

  • 2 μυια

         μυῖα
        ион. μυίη ἥ муха
        

    μυίης θάρσος Hom. — мушиная отвага;

        ἐλέφαντα ἐκ μυίας ποιεῖν погов. Luc.делать из мухи слона

    Древнегреческо-русский словарь > μυια

См. также в других словарях:

  • θάρρος — Τίτλος διαφόρων ελληνικών εφημερίδων. Η πρώτη ήταν της Καλαμάτας (1899) που εξέδωσε ο Ιωάννης Αποστολάκης, και ακολούθησαν ομώνυμες των Τρικάλων (1908 41) του Λ.Ν. Κλειδωνόπουλου, της Σμύρνης (1910 22) του Σ. Σολωμωνίδη, του Πειραιά (1913 41) του …   Dictionary of Greek

  • μύγα — (musca domestica). Έντομο της οικογένειας των μιιδών, της τάξης των διπτέρων. Το κεφάλι φέρει μεγάλους σύνθετους οφθαλμούς, κεραίες κοντές και στοματικά όργανα μυζητικού τύπου, που αποτελούνται κυρίως από το κάτω χείλος, επίμηκες σαν προβοσκίδα,… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»